- μηλοβολώ
- (ε), μηλοβολάω μετ. забрасывать яблоками (в старину — в знак любви)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μηλοβολώ — άω και έω (Α μηλοβολῶ, έω) νεοελλ. (στο παρελθόν) πετώ μήλα σε κοπέλα για να φανερώσω την αγάπη μου αρχ. πετώ μήλα εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + βολῶ, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. τ. *μηλοβόλος] … Dictionary of Greek
μηλοβόλημα — το [μηλοβολώ] η μηλοβολία … Dictionary of Greek